ποιμεναρχώ

ποιμεναρχώ
ποιμεναρχῶ, -έω, ΝΜ [ποιμενάρχης / ποιμέναρχος]
είμαι ποιμενάρχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποιμεναρχώ — ποιμενάρχησα, είμαι ποιμενάρχης: Εδώ ποιμενάρχησε κάποτε ο άγιος Νεκτάριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”